- παγανικός
- παγανικός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πάγο, δηλ. στην κώμη, πολίτης, πολιτικός2. λαϊκός, κοσμικός, μη κληρικός3. ιδιώτης, ανεπίσημος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. paganicus < pagus «χωριό, κώμη» (βλ. λ. πάγος [ΙΙ])].
Dictionary of Greek. 2013.